αδυνάστευτος

αδυνάστευτος
-η, -ο
αυτός που δεν ανέχεται δυνάστη, αδούλωτος: Είχε δείξει πολλές φορές πως ήταν λαός αδυνάστευτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αδυνάστευτος — η, ο (Μ ἀδυνάστευτος, ον) [δυναστεύω] αυτός που δεν δυναστεύεται, ο πολιτικά ή ψυχικά ελεύθερος νεοελλ. αυτός που δεν ανέχεται δυνάστη, ο φιλελεύθερος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”